- καφάσι
- (I)το1. λεπτό ξύλινο δικτυωτό πλέγμα στα παράθυρα τών παλιών μουσουλμανικών σπιτιών ή και στον γυναικωνίτη χριστιανικών εκκλησιών για να προστατεύονται οι γυναίκες από τα βλέμματα τών ανδρών2. μικρό κιβώτιο χωρίς σκέπασμα, από παράλληλα τοποθετημένα σανίδια σε απόσταση μεταξύ τους, για την τοποθέτηση και μεταφορά φρούτων και λαχανικών3. η παρωπίδα τής ιπποσκευής4. ναυτ. α) το δικτυωτό με το οποίο αποφράζονται οι καθέκτεςβ) οι δικτυωτές σανίδες που σχηματίζουν το δάπεδο τής βάρκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kafes].————————(II)τοκεφάλι («θα μού φύγει το καφάσι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kafa «κεφάλι»].
Dictionary of Greek. 2013.