καφάσι

καφάσι
(I)
το
1. λεπτό ξύλινο δικτυωτό πλέγμα στα παράθυρα τών παλιών μουσουλμανικών σπιτιών ή και στον γυναικωνίτη χριστιανικών εκκλησιών για να προστατεύονται οι γυναίκες από τα βλέμματα τών ανδρών
2. μικρό κιβώτιο χωρίς σκέπασμα, από παράλληλα τοποθετημένα σανίδια σε απόσταση μεταξύ τους, για την τοποθέτηση και μεταφορά φρούτων και λαχανικών
3. η παρωπίδα τής ιπποσκευής
4. ναυτ. α) το δικτυωτό με το οποίο αποφράζονται οι καθέκτες
β) οι δικτυωτές σανίδες που σχηματίζουν το δάπεδο τής βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kafes].
————————
(II)
το
κεφάλι («θα μού φύγει το καφάσι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kafa «κεφάλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καφάσι — το (λ. τουρκ.) 1. διχτυωτό κάγκελο: Του χάλασε το καφάσι. 2. κρανίο: Θα μου φύγει το καφάσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καφασωτός — ή, ό 1. αυτός που έχει καφάσι, που έχει περιφραχθεί με καφάσι («καφασωτά παράθυρα») 2. αυτός που μοιάζει με καφάσι, ο δικτυωτός 3. το ουδ. ως ουσ. το καφασωτό α) το δικτυωτό πλέγμα τών παραθύρων β) το δικτυωτό παράθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφάσι +… …   Dictionary of Greek

  • ακαφάσωτος — η, ο αυτός που δεν έχει καφάσι, δικτυωτό ξύλινο πλέγμα (αποδίδεται σε παράθυρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καφασωτός < καφασώνω] …   Dictionary of Greek

  • cafas — CAFÁS, cafasuri, s.n. (înv. şi reg.) 1. Încăpere deschisă în catul de sus al unei case sau într un turn, din care se poate privi nestingherit în afară; foişor. 2. Balcon unde cântă corul într o biserică. ♦ Balcon din care familia domnitorului… …   Dicționar Român

  • ακαφάσωτος — η, ο αυτός που δεν έχει καφάσι, δικτυωτό κιγκλίδωμα: Το παράθυρο αυτό ήταν ακαφάσωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικτυωτός — ή, ό 1. αυτός που σχηματίζει δίκτυο ή είναι πλεγμένος σαν δίχτυ: Δικτυωτή κάλτσα. 2. το ουδ. ως ουσ., δικτυωτό το καφάσι, το καφασωτό που τοποθετούσαν στα παράθυρα και αλλού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καφασωτός — ή, ό αυτός που έχει καφάσι: Έχει καφασωτά παράθυρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”